- χαβάς
- ο(λ. τουρκ.)1. μελωδία τραγουδιού, σκοπός.2. καθετί που επαναλαμβάνεται στερεότυπα.3. φρ., «Kρατεί το χαβά του», επιμένει στη γνώμη του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.